Αυτό ήταν, το ταξίδι τελικά τελείωσε... Το ταξίδι τελείωσε
όπως είχε σχεδιαστεί, μέσα σε δέκα μέρες, από εκείνη την Τρίτη 2 Οκτωβρίου. που
πάτησα την πρώτη πεταλιά πάνω στην άσφαλτο.
Ξεκίνησα με δέκατα, που μάλλον ποτέ δε με άφησαν. Με τις ζέστες που
έκανε τις πρώτες μέρες, δεν θα μπορούσα να καταλάβω τη διαφορά, ακόμα και να
ήθελα. Τέλος καλό όμως, οπότε όλα καλά.
Ακόμα και τώρα, 2 εβδομάδες μετά το τερματισμό, το σώμα
μου προσπαθεί να ισορροπήσει από την ταλαιπωρία, ενώ το μυαλό μου είναι ακόμα
πλημμυρισμένο με εικόνες, μυρωδιές, ακούσματα…
Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, τόσο σε απόσταση όσο και σε
περιεχόμενο. Γύρισα ολόκληρη τη Μακεδονία. Στο δρόμο μου, αντιμετώπισα ζέστη,
υγρασία και βροχή, μπόλικο σκοτάδι και αρκετό κόντρα άνεμο, χαμόγελα αλλά και
περίεργα βλέμματα, σεβασμό, θαυμασμό αλλά και αδιαφορία. Από όλα είχε ο μπαξές,
γι αυτό και τα συναισθήματα μου είναι ακόμα μπερδεμένα.
Την τελευταία νύχτα πριν το ταξίδι, ήμουν σε υπερένταση.
Με την Αλεξία κάναμε καταμέτρηση των αντικειμένων που θα τοποθετούνταν σε 3
τσάντες τουρισμού και θα μου έκαναν παρέα για τις επόμενες 10 ημέρες. Δεν είχα
χρόνο καν να σκεφτώ πώς θα ήταν το ταξίδι, απλά προσπαθούσα να μην ξεχάσω
τίποτα. Και τελικά δεν ξέχασα τίποτα.
Η Μέρα 1 πέρασε
χωρίς να το καταλάβω. Η συνοδεία των φίλων βοήθησε, μαζί και ο ενθουσιασμός της
πρώτης μέρας. Μετά τον καφέ στην Άρνισσα, ήμουν μόνος μου.
Το Νυμφαίο στη Νάουσα ήταν μια σημαντική στάση. Εκεί
ένοιωσα για πρώτη φορά όμορφα, ήταν άλλωστε και κάτι διαφορετικό. Σκέφτηκα ότι
άξιζε αυτό το ταξίδι, μόνο και μόνο επειδή περπατούσα στα ίδια βράχια που είχε
περπατήσει (και διδαχτεί) ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκεί γέλασα όταν για πρώτη φορά
με πέρασαν για ξένο και μου μίλησαν αγγλικά. Σου λέει, ποιος Έλληνας θα κάνει
ταξίδι με ποδήλατο και μπαγκάζια. Κι όμως…
Η Μέρα 2 και τα
4 λάστιχα της, τι να πει κανείς…. Μέρα που σε έσπαζε ή σε έφτιαχνε. Σε εκείνα
τα 15 τελευταία ανηφορικά χιλιόμετρα πριν το Κιλκίς, κάτι μαγικό έγινε, χωρίς
ποτέ να μπορέσω να το εξηγήσω. Σταθερά ο ρυθμός μου έπεφτε, η ψυχολογία
κλονισμένη, πεινούσα, πόναγαν τα δάχτυλα των ποδιών μου και τα έσφιγγα για να
αντέχω το πόνο, δεν είχα δύναμη.
Όταν πρωτοείδα το Κιλκίς στο βάθος, μου φάνηκε σαν
οφθαλμαπάτη στην έρημο. Τότε άρχισα να ακούω μια μουσική στα αυτιά μου, ενώ δε
φορούσα τα ακουστικά. Η μουσική, ένα γνωστό επικό σάουντρακ, δυνάμωσε σταθερά, ένοιωσα
ανατριχίλες να διαπερνούν το σώμα μου και μετά κατάλαβα ότι ο ρυθμός μου είχε
ανέβει. Κοίταξα τα πόδια μου και πήγαιναν μόνα τους, γρήγορα, όλο και πιο
γρήγορα. Η μουσική συνέχιζε, εκκωφαντική και η ταχύτητα στο κοντέρ 25, 27, 32,
33,34, 35, 33, 29…. Κράτησε για κάμποσο και όταν έφτασα κοντά στα 4 χιλιόμετρα από την
πόλη, η μουσική χάθηκε, το ίδιο και η δύναμη μου. Ακόμα δεν μπορώ να το
εξηγήσω.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν έσπρωχνα μετά βίας το
ποδήλατο σε εκείνη την καταραμένη ανηφόρα πριν το Ωραιόκαστρο, σκέφτηκα για μια
στιγμή ότι θα έπρεπε να φοβηθώ, τα πάντα μπορούσαν να συμβούν` ήμουν
κουρασμένος και αφυδατωμένος, μπορεί να κατέρρεα, μπορεί κάποιο αμάξι να με
χτυπούσε…. Όχι όμως, τίποτα, καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε στο μυαλό μου, μόνο ο
στόχος, απλός και ξεκάθαρος. Να φτάσω στο κατάλυμα μου, για να ξεκουραστώ και
να συνεχίσω. Ένας άνθρωπος και ο στόχος
του. Αυτό.
Από τη Μέρα 3
θυμάμαι τη ζέστη και τη συνεχόμενη ανηφόρα 10 χιλιομέτρων πριν
το Σοχό. Πόνος αλλά και απόλαυση μαζί, δύσκολο να το εξηγήσεις σε κάποιον που
δεν είναι ποδηλάτης. Το εκκλησάκι με την πηγή, αγαλλίαση.
Η στάση στο Σοχό και η χοιρινή… Δεν μπόρεσα να απολαύσω
ούτε μία μπουκιά. Όχι λόγω του φαγητού, η μπριζόλα ήταν υπέροχη, αλλά λόγω της
παρέας… Κάπως έτσι πρέπει να ήταν το καφενείο Η Ελλάς, από το 1821. Οι Έλληνες
χωρισμένοι σε πράσινους, μπλε και ροζ, να σχολιάζουν, να κατηγορούν και στο
τέλος να κάνουν κόντρες, ποιος από αυτούς είχε φάει τη μεγαλύτερη επιδότηση.
Αναρωτήθηκα «Υπάρχει ελπίδα για αυτή την καημένη χώρα; Αυτοί είναι οι απόγονοι
των αρχαίων Ελλήνων;» Απάντηση δεν πήρα.
Χάθηκα στο δρόμο για Νιγρίτα, η Αλεξία με γύρισε πίσω εξ
αποστάσεως, την αγάπησα ακόμα πιο πολύ. Η κατάβαση προς Νιγρίτα,…, σαν να έκανα
κούνια στην παιδική χαρά, αναμνήσεις δεκαετιών σκαρφάλωσαν στο μυαλό μου. Απόλαυση,
καθαρή απόλαυση, να κυνηγιόμαστε στις φουρκέτες με τον Μάκη, τον καινούργιο μου
φίλο. Σέρρες, όμορφη πόλη, θα την επισκεφθώ πάλι.
Η Μέρα 4
ξεκίνησε με μια μικρή φάρσα. Βγαίνοντας από την πόλη ξέχασα τα παγούρια μου και
αναγκάστηκα να γυρίσω στο ξενοδοχείο` μικρό το κακό. Θυμάμαι τις ατελείωτες
ευθείες, με μικρούς λόφους, στο δρόμο προς Δράμα. Εκείνη τη μέρα άρχισα να
απολαμβάνω τη διαδρομή, το ταξίδι, να κοιτάω γύρω μου και να χαμογελάω.
Επιτέλους, ποδηλατούσα τις διαδρομές, που εδώ και 3 μήνες τις έβλεπα τυπωμένες
σε ένα κομμάτι χαρτί, κολλημένο στο τοίχο του γραφείου μου. Ναι, ήταν αλήθεια!
Το όνειρο της Αρχαίας Μακεδονίας ζωντάνευε κάτω από τα πόδια μου, κάτω από τη
σέλα μου, κόσμος περίμενε να με γνωρίσει. «Ίσως και να είναι κάτι σημαντικό
αυτό που κάνω» σκεφτόμουν «ίσως ο κόσμος να το καταλάβει».
Τα παιδιά στη Δράμα με υποδέχτηκαν απλόχερα και ένοιωσα
όμορφα μέσα μου. Η πόλη τους πολύ όμορφη, τη ζήλεψα. Ο Μπάμπης με συνόδευσε
μετά στους Φιλίππους και ενώ μιλούσαμε, κοιτούσα στο βάθος το Φαλακρό, μετά το
Παγγαίο και έλεγα μέσα μου, «Τώρα εγώ είμαι εδώ και ποδηλατώ; Τόσο μακριά από
το σπίτι μου…»
Τα παιδιά στους Φιλίππους με έκαναν και ένοιωσα αμήχανα,
με όλους τους επαίνους τους. Μέσα μου δεν ένοιωθα ότι έκανα κάποιο άθλο, απλά
έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Ίσως το καθήκον μου προς τον εαυτό μου. Αυτό. Ήταν
συνολικά μια όμορφη μέρα. Μόνο αν είχα περισσότερο χρόνο να περιδιαβώ την
Καβάλα…
Επόμενη μέρα, Μέρα 5,
λιακάδα και Αιγαίο πέλαγος και αεράκι και ελαιώνες, τοπίο τελείως διαφορετικό.
Ύστερα από πολύ καιρό, μύριζα θάλασσα. Αχ Ελλάδα, Ελλάδα μου. Αυτό είσαι. Αγνή,
αμόλυντη, ήλιος, θάλασσα και λάδι. Όλα αυτά πάνω σε μια κουκίδα γης, ποτισμένη
με αίμα, ήρωες, φωνές και δράματα, το λίκνο του πολιτισμού. Γιατί σε
καταντήσαμε έτσι;
Η καντίνα στην Αμφίπολη, έμοιαζε με σκηνικό ταινίας του
Περάκη. Ζευγαράκι στα 30κατι, που
μιλούσαν χαμηλόφωνα, ζευγάρι στα 50κατι, που η σύζυγος μέτραγε τις μπουκιές του
συζύγου, συνταξιούχος φορτηγατζής που φόρτωνε σε κάποιον τις ιστορίες του… Μόνο
η μπίμπο έλειπε που θα έκανε την ανατροπή. Ο Λέοντας επιβλητικός, βαρύς και
ασήκωτος. Έκατσα λίγο στην άκρη του, σκέφτηκα τους λαούς που πέρασαν από αυτή
τη γη, όλα τα βλέμματα που είχαν αντικρύσει αυτό το πέτρινο λιοντάρι και όλους
αυτούς που είχε αντικρύσει ο Λέοντας, περήφανος στη θέση του. Μετά έφυγα.
Η νύχτα με έπιασε στον κάμπο, πήγαινα νότια προς Πολύγυρο.
Ήξερα ότι είχα όλα τα βουνά μπροστά μου, ο ήλιος έπεφτε, κρύωνα και ένιωθα
αδύναμος. Σταμάτησα για να αλλάξω ρούχα, να πάρω μια ανάσα. Θυμάμαι ότι όλο το
τοπίο ήταν ένας ατελείωτος κάμπος, δέντρα δεν υπήρχαν. Σταμάτησα δίπλα σε ένα
θάμνο και ακούμπησα εκεί τη Ταξιδιάρα Ψυχή. «Που πάω;» σκέφτηκα. Συνέχισα, δεν
είχα χρόνο για άλλες φιλοσοφικές συζητήσεις με τον εαυτό μου.
Πάνω στα βουνά, έβαζα σημάδια, μια λάμπα 2 λόφους μετά,
εκείνα τα φώτα του χωριού κάτω στον κάμπο, για να ξεγελώ τον εαυτό μου, να του
δίνω ελπίδες. Όταν έβρισκα κανά συρόμενο, κολλούσα πίσω του για να ζεσταθώ από
τα καυσαέρια. Έκανε δουλειά. Στην τελευταία ανηφόρα, πήρα 2 γουλιές ουίσκι από
το φλασκί μου. Τα πόδια γυρνούσαν τα πετάλια μηχανικά, το σώμα απλά ακολουθούσε
ξέψυχα «Κάπως έτσι θα ένοιωθαν οι εξερευνητές του Βόρειου Πόλου». Εκείνη η
πινακίδα που έλεγε «Πολύγυρος»…. Ευφορία!
Μέρα 6 και χαμόγελα, χαμόγελα πλατιά!
Τρελή, τρελή κατηφόρα 15
χιλιομέτρων και το Αιγαίο στα πόδια μου, να μεγαλώνει,
να μεγαλώνει. Αυτή είναι η πατρίδα μου ρε! Αυτή είναι! Ακούτε;
Ανέβηκα περπατώντας το δύσβατο λόφο για να δω τα ερείπια
της Ολύνθου. Περιηγήθηκα στις λεωφόρους της, στα στενά της, μπήκα μέσα σε
μερικά σπίτια, είδα τα υπολείμματα της εστίας, τα κεραμικά τους. Νόμισα ότι
άκουγα την οχλαγωγία στους δρόμους, πλανόδιους πωλητές να διαλαλούν την
πραμάτεια τους, κυρίες με περίτεχνα φορέματα και εταίρες με πονηρά χαμόγελα.
Τόσος πολιτισμός, μαζεμένος πάνω σε 2 λόφους, τόσες χιλιάδες χρόνια πριν. Είναι
δυνατόν να μη σε αφήνει άναυδο; Κοίταξα στο βάθος τη Νέα Όλυνθο, ένα μικρό
μοντέρνο χωριό. Μου φάνηκε τόσο, μα τόσο άσχημο…
Tο απόγευμα, ανέβηκα μερικούς
λόφους. Χάζευα τα ελαιόδεντρα και στο βάθος τη θάλασσα, που χρύσιζε από τον
ήλιο, τον ήλιο της Μεσογείου. Σε τι όμορφη χώρα ζούμε… Μετά, ήταν η σειρά της 5ης
σαμπρέλας. Είχα πλέον συνηθίσει. Ήθελα όμως να πάω στο μοναστήρι όπου πέθανε ο
Παϊσιος. Το φως χανόταν γρήγορα, αλλά πρόλαβα να φτάσω και να βάλω μερικά
κεράκια. Στο βάθος φαινόταν ο Θερμαϊκός, μέσα στο δειλινό. Θεσσαλονίκη εδώ.
Από τα βουνά και τις ερημιές, βρέθηκα εκείνο το βράδυ στην
Καλαμαριά. Απογοήτευση γιατί κανείς δεν με περίμενε να μου κάνει παρέα, σε μια
πόλη με τόσους ποδηλάτες. «Κρίμα που είναι τόσο στενόμυαλοι», σκέφτηκα. Πολύ
όμορφη πόλη, ιδιαίτερα το βράδυ, έχει μια δική της ενέργεια. Καληνύχτα
Θεσσαλονίκη.
Μέρα 7. Το πρωί αποχαιρέτησα τη
συμπρωτεύουσα. Όλα καλά μέχρι που το πίσω λάστιχο αποδήμησε στον άλλο κόσμο! Τρομερός
αέρας, σταμάτησα σε ένα παρκινγκ πίσω από κάτι δέντρα. Πουθενά βοήθεια, τρομερή
απογοήτευση, για δευτερόλεπτα σκέφτηκα «Εδώ ήταν, τέλος!» Μετά το πήρα πίσω.
Δεν πρόκειται να το έβαζα κάτω. Μετά μια ώρα, ανάσταση κυρίου όταν βρήκα
ποδηλατάδικο. Αμέτρητα, διαφορετικά μεταξύ τους συναισθήματα, με κατέκλυζαν,
ενώ το σώμα υπέφερε ανεβάζοντας θερμοκρασία. Χαιρόμουν που μιλούσα σε
διαφορετικούς ανθρώπους, μεταφέροντας το μήνυμα. Ένιωθα ότι έκανα κάτι
σημαντικό, ίσως και να έκανα.
Μετά την Αλεξάνδρεια, ο Χρήστος με υποδέχτηκε και με
συνόδεψε Κατερίνη. Το βράδυ μαζί με το Γιάννη, και οι 2 φίλοι μου, πίναμε
μπύρες ανταλλάσοντας πειράγματα. Αυτή είναι η Ελλάδα, σκληρή δουλειά,
τιμιότητα, φιλίες καρδιακές και λεβεντιά. Ποτέ δε θα γίνουμε Ευρωπαίοι,
σκέφτηκα, τουλάχιστον όχι σε αυτά τα πράγματα.
Μέρα 8. Δίον, η ιερή πόλη των Μακεδόνων.
Πρέπει όλοι να περάσουν από εκεί, να δουν και να μυρίσουν αρχαία ιστορία, κάτω
από τον επιβλητικό Όλυμπο. Γέλασα πολύ με την ατάκα ενός ηλικιωμένου κυρίου που
κάνοντας το κομμάτι του έλεγε στις κυρίες της παρέας «Μη πάτε εκεί, κάτι παλιές
πέτρες είναι…» Χαμόγελα και πόζες με μυρωδιά αρχαιοελληνική. Μετά καφεδάκι με
τους ποδηλάτες της Κατερίνης.
Στο δρόμο για Βεργίνα, κολλητήρι σε τρακτέρ για να γλιτώσω
λίγο αέρα, όλα μέσα στο παιχνίδι. Μετά μια ώρα, μια μεγάλη απογοήτευση με
περίμενε. Δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω τον τάφο του Φιλίππου, λόγω απαγόρευσης
φωτογραφιών. Δυστυχώς, αυτή η όψη της Ελλάδας, είναι και η πιο άσχημη. Είναι η
όψη ενός γραφειοκρατικού φασισμού που καταλύει κάθε λογική και κάθε νόμο
(άγραφο ή γραφτό), προς χάριν μιας προσωπικής ματαιοδοξίας. Αργότερα έψαξα και
βρήκα ότι παρανόμως μου απαγόρευσαν τις φωτογραφίες, αλλά τι νόημα είχε…
Ποδηλατώντας στο δρόμο για Βέροια, σκεφτόμουν… «Μπορεί
ποτέ να αλλάξει αυτή η Ελλάδα, η Ελλάδα με τα 2 μέτρα και τα 2 σταθμά;
Μπορούν κάποτε οι Έλληνες, μπορούμε άραγε κάποτε να απαγκιστρωθούμε από το
αμαρτωλό παρελθόν μας; Είμαστε ικανοί για καινούργια αρχή;» Η απάντηση ήρθε
αυτόματα «Όχι, όσο ο ένας κοιτάει στην ανατολή και ο άλλος δίπλα του στη δύση..»
Μέρα 9. Ξεκίνησα προετοιμασμένος για
λίγη βροχή και όντως η βροχή με βρήκε, λίγο πριν την Έδεσσα. Ποδηλατούσα πλέον
σε γνωστά μέρη και από θέμα ψυχολογίας ήταν μέρα με νύχτα. Η βροχή δεν με
πείραξε, το αντίθετο, ήταν κάτι το διαφορετικό. Περνώντας έξω από το Αμύνταιο
και συνεχίζοντας για Λέχοβο, περνούσα ήδη περιοχές που χρησιμοποιούσα για τις
προπονήσεις μου. Ένα περίεργο συναίσθημα λύπης άρχισε να σκαρφαλώνει στην πλάτη
μου, ενώ ανέβαινα το βουνό για την Κλεισούρα. Ήταν η συνειδητοποίηση ότι το
ταξίδι έφτανε στο τέλος του, ότι αύριο θα τερμάτιζα. Όλο αυτό το οδοιπορικό
τελικά θα τελείωνε πριν ακόμα το καταλάβω.
Το δειλινό έπεφτε γρήγορα. Στην κορυφή της Κλεισούρας
χαμογέλασα πονηρά, όταν σκέφτηκα που θα μου χρησίμευε εκείνο το προσπέκτους από
τη Βεργίνα. Το έβαλα μέσα από τη φανέλα μου για να κόβει τον αέρα. Κατέβαινα
γρήγορα, ενώ σκεφτόμουν πώς θα έτρωγα για βράδυ. Στο βάθος, η λίμνη της
Καστοριάς φαινόταν υπέροχη. Από το πρωί, τα λεφτά είχαν τελειώσει και δεν είχα
σταματήσει για φαγητό, τρεφόμουν μόνο με μπάρες και παστέλια. Φτάνοντας στο
Άργος Ορεστικό, πρόλαβα ανοιχτό ένα σούπερ και με τα τελευταία 5 ευρώ, πήρα ψωμί,
τυρί και ζαμπόν` μου έφταναν. Δε με ένοιαζε που πείναγα, ήμουν ενθουσιασμένος
με το ταξίδι που ολοκληρωνόταν, με τα χαμόγελα που είδα, με τα πρόσωπα που με
καλοδέχτηκαν, με τα χέρια που απλώθηκαν και με χαιρέτησαν. Ήμουν χορτάτος!
Μέρα 10. Ξύπνησα, έφαγα καλά για πρωινό,
ντύθηκα και έβγαλα μια τελευταία φωτογραφία στον καθρέπτη. «Αυτό ήταν» σκέφτηκα
«για καλό και για κακό». Μια τελευταία στάση Καστοριά, φωτογραφίες και επόμενο βουνό η Βίγλα. Στο δρόμο για Κορομηλιά
ήμουν στεναχωρημένος, δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το ταξίδι. Ήθελα να προχωρήσω
κι άλλο, να δω περισσότερα μέρη, να γνωρίσω και να μιλήσω σε περισσότερους
ανθρώπους. Αναστέναξα και συνέχισα. Αυτό ήταν…
Με το Δημήτρη συναντηθήκαμε και πάλι στην κορυφή της
Βίγλας για να με καλωσορίσει στη Φλώρινα. Θυμάμαι έντονα να κατεβαίνω το βουνό
προς Φλώρινα και κάθε στροφή του να μου θυμίζει κάποιο άλλο βουνό. Ήταν σαν να
ποδηλατούσα μέσα σε ομίχλη.
Φτάσαμε Φλώρινα και κατευθυνθήκαμε στην πλατεία Μόδη, την
κεντρική πλατεία. Το μυαλό μου ήταν ακόμα θολωμένο, οι σκέψεις μου εκατοντάδες
χιλιόμετρα πίσω στο χρόνο.
Ήταν 10 γεμάτες μέρες, με πολύ χαμόγελο, πολύ δράμα, άφθονο
πόνο και αγωνία. Δεν ξέρω αν έκανα κάτι. Αν όμως επηρέασα, έστω και λίγο, τη
σκέψη κάποιου που με συνάντησε ή με διάβασε για μένα είναι αρκετό. Οι αλλαγές
έρχονται σιγά σιγά άλλωστε.
Για μένα ήταν θέμα τιμής να ολοκληρώσω το ταξίδι μέσα σε
10 μέρες, ό,τι και να γινόταν. Και τα κατάφερα. Είχα στο στήθος μου την
ελληνική σημαία, και η ευθύνη ήταν μεγάλη. Εκείνες τις 10 μέρες ήμουν
χαρούμενος, ένοιωθα πραγματικά ελεύθερος, ένοιωθα καλύτερος άνθρωπος, ένοιωθα
ότι υπηρετούσα κάτι μεγαλύτερο από εμένα, ένοιωθα περήφανος ως Έλληνας.